- παράτροφος
- παράτροφος, ον,A reared with or in the same house, Plb.38.15.3 and 5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράτροφος — ον, Α [παρατρέφω] αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλους, στο ίδιο σπίτι («δοῡλοι οἰκογενεῑς και παράτροφοι», Πολ.) … Dictionary of Greek
παρατρόφων — παράτροφος reared with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek